αγαθούτσικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγαθούτσικος < αγαθ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -ούτσικος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɣaˈθu.t͡si.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γα‐θού‐τσι‐κος
Επίθετο
επεξεργασίααγαθούτσικος, -η, -ο
- (σπάνιο, συνήθως μειωτικό) καλόπιστος, αφελής
- ※ Κοντούτσικος μα με τετράγωνες πλάτες, του φόρτωσαν τις βαριές δεσμίδες των πυρομαχικών. Εκείνος, φιλότιμος και λίγο αγαθούτσικος, δεν έλεγε κουβέντα.
- Μάκης Καραγιάννης, Η σκόνη του κόσμου όταν γκρεμίζεται, Αθήνα: Μεταίχμιο, 2023, σελ. 45. ISBN 9786180335309
- ※ Κοντούτσικος μα με τετράγωνες πλάτες, του φόρτωσαν τις βαριές δεσμίδες των πυρομαχικών. Εκείνος, φιλότιμος και λίγο αγαθούτσικος, δεν έλεγε κουβέντα.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγαθούτσικος
→ δείτε τις λέξεις αφελής και καλόπιστος |
Πηγές
επεξεργασία- αγαθός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)