αβροσεξουαλικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αβροσεξουαλικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική abrosexual + -ικός < αρχαία ελληνική ἁβρός + λατινική sexus
Επίθετο
επεξεργασίααβροσεξουαλικός
- (νεολογισμός) που έχει σχέση με τον αβροσέξουαλ ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Ουσιαστικό
επεξεργασίααβροσεξουαλικός αρσενικό
- (νεολογισμός) άλλη μορφή του αβροσέξουαλ
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Gender fluidity στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία αβροσεξουαλικός
|