↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβροσεξουαλικός η αβροσεξουαλική το αβροσεξουαλικό
      γενική του αβροσεξουαλικού της αβροσεξουαλικής του αβροσεξουαλικού
    αιτιατική τον αβροσεξουαλικό την αβροσεξουαλική το αβροσεξουαλικό
     κλητική αβροσεξουαλικέ αβροσεξουαλική αβροσεξουαλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβροσεξουαλικοί οι αβροσεξουαλικές τα αβροσεξουαλικά
      γενική των αβροσεξουαλικών των αβροσεξουαλικών των αβροσεξουαλικών
    αιτιατική τους αβροσεξουαλικούς τις αβροσεξουαλικές τα αβροσεξουαλικά
     κλητική αβροσεξουαλικοί αβροσεξουαλικές αβροσεξουαλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αβροσεξουαλικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική abrosexual + -ικός < αρχαία ελληνική ἁβρός + λατινική sexus

  Επίθετο

επεξεργασία

αβροσεξουαλικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αβροσεξουαλικός αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία