αγαθούλης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αγαθούλης | η | αγαθούλα | το | αγαθούλικο |
γενική | του | αγαθούλη | της | αγαθούλας | του | αγαθούλικου |
αιτιατική | τον | αγαθούλη | την | αγαθούλα | το | αγαθούλικο |
κλητική | αγαθούλη | αγαθούλα | αγαθούλικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αγαθούληδες | οι | αγαθούλες | τα | αγαθούλικα |
γενική | των | αγαθούληδων | — | των | αγαθούλικων | |
αιτιατική | τους | αγαθούληδες | τις | αγαθούλες | τα | αγαθούλικα |
κλητική | αγαθούληδες | αγαθούλες | αγαθούλικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αγαθούλης < αγαθ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɣaˈθu.lis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γα‐θού‐λης
Επίθετο
επεξεργασίααγαθούλης, -α, -ικο
Συνώνυμα
επεξεργασία- αγαθιάρης
- ※ Μας κοίταξε όλους με τα μυωπικά αγαθούλικα μάτια του πάνω από τα γυαλιά και ρώτησε σοβαρά: -Με τι μοιάζει, λοιπόν, η πόλις μας; (Τάκης Αδάμος Ο όρκος του Μακρή [διήγημα])
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγαθούλης
|
Πηγές
επεξεργασία- αγαθός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)