πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβιοτικός η αβιοτική το αβιοτικό
      γενική του αβιοτικού της αβιοτικής του αβιοτικού
    αιτιατική τον αβιοτικό την αβιοτική το αβιοτικό
     κλητική αβιοτικέ αβιοτική αβιοτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβιοτικοί οι αβιοτικές τα αβιοτικά
      γενική των αβιοτικών των αβιοτικών των αβιοτικών
    αιτιατική τους αβιοτικούς τις αβιοτικές τα αβιοτικά
     κλητική αβιοτικοί αβιοτικές αβιοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.vi.o.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αβιοτικός

αβιοτικός, -ή, -ό

  • (βιολογία) αναφορά σε περιβάλλον που δε στηρίζει την ύπαρξη ζωής
      Για την ακρίβεια, οι επιστήμονες ανίχνευσαν μη αμελητέα ποσότητα της χημικής ένωσης φωσφίνη η οποία, σύμφωνα με τις τρέχουσες γνώσεις των επιστημόνων, δεν θα μπορούσε παρά να προέρχεται από ζωντανούς οργανισμούς, αφού δεν υπάρχει αβιοτικός τρόπος σύνθεσης της ένωσης – κάτι που σημαίνει ότι αυτή η ένωση υπάρχει μόνο όπου υπάρχουν βιολογικοί οργανισμοί.
    Πάνος Τσιμπούκης, Υπάρχει ζωή στην Αφροδίτη;, Το Βήμα, 14 Σεπτεμβρίου 2020

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. αβιοτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)