Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αβιοτικός παράγοντας < → δείτε τη λέξη  αβιοτικός και παράγοντας

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

αβιοτικός παράγοντας αρσενικό

  1. (βιολογία) οποιοσδήποτε παράγοντας φυσικός ή τεχνητός ακατάλληλος στη διατήρηση της ζωής.
  2. γενικότερα, οποιαδήποτε συμβολή παράγοντα στο οικοσύστημα που δεν προέρχεται από την έμβια φύση, όπως π.χ. το κλίμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία