αγγειογραφικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγγειογραφικός, ή, ό < αγγειογραφία
Επίθετο επεξεργασία
αγγειογραφικός
- σχετικός με την εξέταση της αγγειογραφίας ή γενικά σχετικός με την απεικόνιση των αγγείων
- αγγειογραφικό μηχάνημα / αγγειογραφική ένδειξη ή ανταπόκριση / αγγειογραφικός εξοπλισμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγγειογραφικός
|