αγγειογραφικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγγειογραφικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική angiographique.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε αγγειογραφ(ία) + -ικός.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.o.ɣɾa.fiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γει‐ο‐γρα‐φι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίααγγειογραφικός, -ή, -ό
- (ιατρική) ο σχετικός με την αγγειογραφία
- ※ Το «Σισμανόγλειο» θα προμηθευτεί μαγνητικό τομογράφο 1,5 τεσλα, ψηφιακό στεφανιογράφο και ψηφιακό αγγειογραφικό συγκρότημα συνολικής αξίας 2,05 εκατ. ευρώ.
- «Ενεση» 9 εκατ. ευρώ της Περιφέρειας Αττικής στα νοσοκομεία της Αθήνας, Τα Νέα, 25 Μαΐου 2018
- ※ Το «Σισμανόγλειο» θα προμηθευτεί μαγνητικό τομογράφο 1,5 τεσλα, ψηφιακό στεφανιογράφο και ψηφιακό αγγειογραφικό συγκρότημα συνολικής αξίας 2,05 εκατ. ευρώ.
- (αρχαιολογία) που αναφέρεται στην αγγειογραφία
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιατρικός όρος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αγγειογραφικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)