Δείτε επίσης: ἀβαρής
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβαρής η αβαρής το αβαρές
      γενική του αβαρούς* της αβαρούς του αβαρούς
    αιτιατική τον αβαρή την αβαρή το αβαρές
     κλητική αβαρή(ς) αβαρής αβαρές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβαρείς οι αβαρείς τα αβαρή
      γενική των αβαρών των αβαρών των αβαρών
    αιτιατική τους αβαρείς τις αβαρείς τα αβαρή
     κλητική αβαρείς αβαρείς αβαρή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αβαρής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀβαρής[1][2] < ἀ- + βάρος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.vaˈɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βα‐ρής

  Επίθετο

επεξεργασία

αβαρής, -ής, -ές

  1. χωρίς βάρος
  2. ελαφρύς, ανάλαφρος
    ※  Δεμένες μελωδικές γραμμές, καμπύλες, ευγένεια, λεπτότητα και ένας ήχος αβαρής, φώτισαν με τρυφερότητα ακόμα και τις εξάρσεις της μουσικής.
    Νίκος Δοντάς, Ποιητική Μαρία Ζουάου Πίρες στο Μέγαρο, Η Καθημερινή, 9 Μαΐου 2022
  3. (μεταφορικά) ασύνετος, άμυαλος
  4. (μεταφορικά) που δεν ενοχλεί

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αβαρής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αβαρήςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)