αγγειοσπαστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγγειοσπαστικός < αγγειόσπασμος + -τικός
Επίθετο
επεξεργασίααγγειοσπαστικός
- που έχει σχέση με τον αγγειόσπασμο ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά
επεξεργασία- αγγειόσπασμος
- → δείτε τις λέξεις αγγείο και σπάω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγγειοσπαστικός