Δείτε επίσης: ἄβιος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άβιος η άβια το άβιο
      γενική του άβιου της άβιας του άβιου
    αιτιατική τον άβιο την άβια το άβιο
     κλητική άβιε άβια άβιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άβιοι οι άβιες τα άβια
      γενική των άβιων των άβιων των άβιων
    αιτιατική τους άβιους τις άβιες τα άβια
     κλητική άβιοι άβιες άβια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άβιος < αρχαία ελληνική ἄβιος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈa.vi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐βι‐ος

  Επίθετο

επεξεργασία

άβιος, -α, -ο

  • αυτός που δεν έχει ζωή
    ※  H αναπαραγωγή είναι μία από τις δύο ιδιότητες που ξεχωρίζουν τα έμβια από τα άβια όντα (η δεύτερη είναι η δυνατότητα εξέλιξης).
    Περισσότερο φως στο θαύμα της ζωής, Το Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2008

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. άβιοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)