αγγελόπλοκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγγελόπλοκος < ελληνιστική άγγελος + πλοκή
Επίθετο
επεξεργασίααγγελόπλοκος, -η, -ο
- αυτός που έχει πλεχτεί από άγγελο, «αγγελόπλοκο στεφάνι»
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγγελόπλοκος
|
αγγελόπλοκος, -η, -ο
|