αγαθοβιόλης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αγαθοβιόλης | η | αγαθοβιόλα | το | αγαθοβιόλικο |
γενική | του | αγαθοβιόλη | της | αγαθοβιόλας | του | αγαθοβιόλικου |
αιτιατική | τον | αγαθοβιόλη | την | αγαθοβιόλα | το | αγαθοβιόλικο |
κλητική | αγαθοβιόλη | αγαθοβιόλα | αγαθοβιόλικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αγαθοβιόληδες | οι | αγαθοβιόλες | τα | αγαθοβιόλικα |
γενική | των | αγαθοβιόληδων | — | των | αγαθοβιόλικων | |
αιτιατική | τους | αγαθοβιόληδες | τις | αγαθοβιόλες | τα | αγαθοβιόλικα |
κλητική | αγαθοβιόληδες | αγαθοβιόλες | αγαθοβιόλικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααγαθοβιόλης, -α, -ικο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγαθοβιόλης
|