↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβράχυντος η αβράχυντη το αβράχυντο
      γενική του αβράχυντου της αβράχυντης του αβράχυντου
    αιτιατική τον αβράχυντο την αβράχυντη το αβράχυντο
     κλητική αβράχυντε αβράχυντη αβράχυντο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβράχυντοι οι αβράχυντες τα αβράχυντα
      γενική των αβράχυντων των αβράχυντων των αβράχυντων
    αιτιατική τους αβράχυντους τις αβράχυντες τα αβράχυντα
     κλητική αβράχυντοι αβράχυντες αβράχυντα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αβράχυντος < α- + βραχύνω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

αβράχυντος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία