βραχύνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βραχύνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βραχύνω < αρχαία ελληνική βραχύς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vɾaˈçi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρα‐χύ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαβραχύνω, πρτ.: βράχυνα, αόρ.: βράχυνα, παθ.φωνή: βραχύνομαι, π.αόρ.: βραχύνθηκα
- κάνω κάτι βραχύ ή βραχύτερο
- (γραμματική) τρέπω σε βραχύχρονη μια μακρόχρονη συλλαβή
- (στρατιωτικός όρος) μειώνω το βεληνεκές βολής
- μειώνω την έκταση του τροχασμού ενός αλόγου
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αβράχυντος
- βράχυνση
- βραχυνόμενος (λόγια μετοχή)
- βραχυντικός
→ και δείτε τη λέξη βραχύς
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαβρᾰχύνω
- (ελληνιστική κοινή) κάνω κάτι βραχύ, κοντό
- (ελληνιστική κοινή , γραμματική) προφέρω μια συλλαβή ως βραχύχρονη συλλαβή
Αντώνυμα
επεξεργασίαμέσης φωνής (βραχύνομαι)
Παράγωγα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ βραχύς - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- βραχύνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βραχύνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.