Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγγιχτικός η αγγιχτική το αγγιχτικό
      γενική του αγγιχτικού της αγγιχτικής του αγγιχτικού
    αιτιατική τον αγγιχτικό την αγγιχτική το αγγιχτικό
     κλητική αγγιχτικέ αγγιχτική αγγιχτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγγιχτικοί οι αγγιχτικές τα αγγιχτικά
      γενική των αγγιχτικών των αγγιχτικών των αγγιχτικών
    αιτιατική τους αγγιχτικούς τις αγγιχτικές τα αγγιχτικά
     κλητική αγγιχτικοί αγγιχτικές αγγιχτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγγιχτικός < αγγιχτός

  Επίθετο επεξεργασία

αγγιχτικός, -ή, -ό

  1. πειραχτικός, ενοχλητικός
  2. [{κτεπε}} προσβλητικός, υβριστικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία