αγγιχτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγγιχτικός < αγγιχτός
Επίθετο επεξεργασία
αγγιχτικός, -ή, -ό
- πειραχτικός, ενοχλητικός
- [{κτεπε}} προσβλητικός, υβριστικός
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγγιχτικός
|
αγγιχτικός, -ή, -ό
|