↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβυσσοβενθικός η αβυσσοβενθική το αβυσσοβενθικό
      γενική του αβυσσοβενθικού της αβυσσοβενθικής του αβυσσοβενθικού
    αιτιατική τον αβυσσοβενθικό την αβυσσοβενθική το αβυσσοβενθικό
     κλητική αβυσσοβενθικέ αβυσσοβενθική αβυσσοβενθικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβυσσοβενθικοί οι αβυσσοβενθικές τα αβυσσοβενθικά
      γενική των αβυσσοβενθικών των αβυσσοβενθικών των αβυσσοβενθικών
    αιτιατική τους αβυσσοβενθικούς τις αβυσσοβενθικές τα αβυσσοβενθικά
     κλητική αβυσσοβενθικοί αβυσσοβενθικές αβυσσοβενθικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αβυσσοβενθικός < άβυσσος + βενθικός + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

αβυσσοβενθικός , -ή , -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • LEXICON: 4γλωσσο Λεξικό Επιστημονικών και Τεχνικών Όρων, Μαρία Αφροδίτη Βασιλειάδου – Ζάχου, Φρειδερίκη Δημέλη – Κωνσταντίνου, Μπερτς Στεπανιάν, Ευθαλία Φίνογλου – Χαρσούλη