αβαροσλαβικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αβαροσλαβικός < Αβαροσλάβος + -ικός < Άβαρος + Σλάβος
Επίθετο επεξεργασία
αβαροσλαβικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τους Αβαροσλάβους ή αναφέρεται σ' αυτούς
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αβαροσλαβικός
|