Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβαροσλαβικός η αβαροσλαβική το αβαροσλαβικό
      γενική του αβαροσλαβικού της αβαροσλαβικής του αβαροσλαβικού
    αιτιατική τον αβαροσλαβικό την αβαροσλαβική το αβαροσλαβικό
     κλητική αβαροσλαβικέ αβαροσλαβική αβαροσλαβικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβαροσλαβικοί οι αβαροσλαβικές τα αβαροσλαβικά
      γενική των αβαροσλαβικών των αβαροσλαβικών των αβαροσλαβικών
    αιτιατική τους αβαροσλαβικούς τις αβαροσλαβικές τα αβαροσλαβικά
     κλητική αβαροσλαβικοί αβαροσλαβικές αβαροσλαβικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αβαροσλαβικός < Αβαροσλάβος + -ικός < Άβαρος + Σλάβος

  Επίθετο επεξεργασία

αβαροσλαβικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία