Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αβαροσλάβος οι Αβαροσλάβοι
      γενική του Αβαροσλάβου των Αβαροσλάβων
    αιτιατική τον Αβαροσλάβο τους Αβαροσλάβους
     κλητική Αβαροσλάβε Αβαροσλάβοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αβαροσλάβος < Άβαρος + -ο- + Σλάβος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αβαροσλάβος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία