Δείτε επίσης: άβαρος, Άραβας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Άβαρος οι Άβαροι
      γενική του Αβάρου
Άβαρου
των Αβάρων
    αιτιατική τον Άβαρο τους Αβάρους
Άβαρους
     κλητική Άβαρε Άβαροι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Άβαρος < μεσαιωνική ελληνική Ἄβαρος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Άβαρος αρσενικό (συνήθως στον πληθυντικό: Άβαροι)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία