αβασίλευτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αβασίλευτος < ἀβασίλευτος < ἀ- + βασιλεύω
Επίθετο επεξεργασία
αβασίλευτος, -η, -ο
- για το πολίτευμα όπου ο αρχηγός του κράτους δεν είναι βασιλιάς, «αβασίλευτη δημοκρατία»
- για τον ήλιο και αστέρια που δεν έχουν βασιλέψει, δεν έχουν δύσει, «όταν έφυγα, ο ήλιος ήταν ακόμα αβασίλευτος»
- (επί νεκρών) ασάλευτος, ανοικτός, «μάτια αβασίλευτα»
Μεταφράσεις επεξεργασία
αβασίλευτος
|