Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀβασίλευτος < α- στερητικό και βασιλεύω

  Επίθετο

επεξεργασία
ἀβασίλευτος, -ος, -ον
  1. ο υφιστάμενος χωρίς βασιλική εξουσία
  2. αυτός που δεν τελεί υπό βασιλικό καθεστώς