Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀβασίλευτος < α- στερητικό και βασιλεύω

  Επίθετο επεξεργασία

ἀβασίλευτος, -ος, -ον
  1. ο υφιστάμενος χωρίς βασιλική εξουσία
  2. αυτός που δεν τελεί υπό βασιλικό καθεστώς