Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αβούρκωτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αβούρκωτ
ος
η
αβούρκωτ
η
το
αβούρκωτ
ο
γενική
του
αβούρκωτ
ου
της
αβούρκωτ
ης
του
αβούρκωτ
ου
αιτιατική
τον
αβούρκωτ
ο
την
αβούρκωτ
η
το
αβούρκωτ
ο
κλητική
αβούρκωτ
ε
αβούρκωτ
η
αβούρκωτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αβούρκωτ
οι
οι
αβούρκωτ
ες
τα
αβούρκωτ
α
γενική
των
αβούρκωτ
ων
των
αβούρκωτ
ων
των
αβούρκωτ
ων
αιτιατική
τους
αβούρκωτ
ους
τις
αβούρκωτ
ες
τα
αβούρκωτ
α
κλητική
αβούρκωτ
οι
αβούρκωτ
ες
αβούρκωτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αβούρκωτος
<
α-
+
βουρκώνω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
αβούρκωτος, -η, -ο
που δεν έχει
βουρκώσει
Αντώνυμα
επεξεργασία
βουρκωμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αβούρκωτος