βουρκώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βουρκώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βουρκώνω < βοῦρκος (βούρκος)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vuɾˈko.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βου‐κώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαβουρκώνω, αόρ.: βούρκωσα, μτχ.π.π.: βουρκωμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- (μεταφορικά) θλίβομαι και δακρύζω ή ετοιμάζομαι να κλάψω
- ※ Μάτια βουρκωμένα παραπονεμένα / δίχως αγάπη και πόνο κανένας δε ζει (στίχοι τραγουδιού: Νίκος Γκάτσος, μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
- ※ Τα έλεγε αυτά ο δάσκαλος με παράπονο, και βούρκωναν τα μάτια του. (Πηνελόπη Δέλτα, Παραμύθι χωρίς όνομα, Κεφάλαιο Δ)
- (κατ’ επέκταση) (για τις καιρικές συνθήκες) σκοτεινιάζω, συννεφιάζω, ανταριάζω
- (κυριολεκτικά) γίνομαι (σαν) βούρκος
- ※ Στον Σκουτελώνα Κολυμπαρίου ο ποταμός για ένα τμήμα 150 περίπου μέτρων έχει βουρκώσει και, αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα διάνοιξής του προς τη θάλασσα να αδειάσει το τμήμα αυτό που έχει μετατραπεί σε λίμνη, σίγουρα θα υπάρξει πρόβλημα υγιεινής από τα κουνούπια τα οποία θ' αναπαραχθούν στα στάσιμα νερά του. (* haniotika-nea.gr)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη βούρκος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βουρκώνω | βούρκωνα | θα βουρκώνω | να βουρκώνω | βουρκώνοντας | |
β' ενικ. | βουρκώνεις | βούρκωνες | θα βουρκώνεις | να βουρκώνεις | βούρκωνε | |
γ' ενικ. | βουρκώνει | βούρκωνε | θα βουρκώνει | να βουρκώνει | ||
α' πληθ. | βουρκώνουμε | βουρκώναμε | θα βουρκώνουμε | να βουρκώνουμε | ||
β' πληθ. | βουρκώνετε | βουρκώνατε | θα βουρκώνετε | να βουρκώνετε | βουρκώνετε | |
γ' πληθ. | βουρκώνουν(ε) | βούρκωναν βουρκώναν(ε) |
θα βουρκώνουν(ε) | να βουρκώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βούρκωσα | θα βουρκώσω | να βουρκώσω | βουρκώσει | ||
β' ενικ. | βούρκωσες | θα βουρκώσεις | να βουρκώσεις | βούρκωσε | ||
γ' ενικ. | βούρκωσε | θα βουρκώσει | να βουρκώσει | |||
α' πληθ. | βουρκώσαμε | θα βουρκώσουμε | να βουρκώσουμε | |||
β' πληθ. | βουρκώσατε | θα βουρκώσετε | να βουρκώσετε | βουρκώστε | ||
γ' πληθ. | βούρκωσαν βουρκώσαν(ε) |
θα βουρκώσουν(ε) | να βουρκώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βουρκώσει | είχα βουρκώσει | θα έχω βουρκώσει | να έχω βουρκώσει | ||
β' ενικ. | έχεις βουρκώσει | είχες βουρκώσει | θα έχεις βουρκώσει | να έχεις βουρκώσει | ||
γ' ενικ. | έχει βουρκώσει | είχε βουρκώσει | θα έχει βουρκώσει | να έχει βουρκώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βουρκώσει | είχαμε βουρκώσει | θα έχουμε βουρκώσει | να έχουμε βουρκώσει | ||
β' πληθ. | έχετε βουρκώσει | είχατε βουρκώσει | θα έχετε βουρκώσει | να έχετε βουρκώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βουρκώσει | είχαν βουρκώσει | θα έχουν βουρκώσει | να έχουν βουρκώσει |
|