Ετυμολογία

επεξεργασία
βουρκώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βουρκώνω < βοῦρκος (βούρκος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vuɾˈko.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βου‐κώ‐νω

βουρκώνω, αόρ.: βούρκωσα, μτχ.π.π.: βουρκωμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (μεταφορικά) θλίβομαι και δακρύζω ή ετοιμάζομαι να κλάψω
    ※  Μάτια βουρκωμένα παραπονεμένα / δίχως αγάπη και πόνο κανένας δε ζει (στίχοι τραγουδιού: Νίκος Γκάτσος, μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
    ※  Τα έλεγε αυτά ο δάσκαλος με παράπονο, και βούρκωναν τα μάτια του. (Πηνελόπη Δέλτα, Παραμύθι χωρίς όνομα, Κεφάλαιο Δ)
  2. (κατ’ επέκταση) (για τις καιρικές συνθήκες) σκοτεινιάζω, συννεφιάζω, ανταριάζω
  3. (κυριολεκτικά) γίνομαι (σαν) βούρκος
    ※  Στον Σκουτελώνα Κολυμπαρίου ο ποταμός για ένα τμήμα 150 περίπου μέτρων έχει βουρκώσει και, αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα διάνοιξής του προς τη θάλασσα να αδειάσει το τμήμα αυτό που έχει μετατραπεί σε λίμνη, σίγουρα θα υπάρξει πρόβλημα υγιεινής από τα κουνούπια τα οποία θ' αναπαραχθούν στα στάσιμα νερά του. (* haniotika-nea.gr)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη βούρκος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία