Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανταριάζω < αντάρα + -ιάζω

  Ρήμα επεξεργασία

ανταριάζω

  1. (για τον καιρό, τον ουρανό) γεμίζω ομίχλη ή σύννεφα έτοιμα για βροχή
  2. (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) εμφανίζω μεγάλη αναταραχή

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία