βούρκωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βούρκωμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του βουρκώνω
- ※ Όμως ο έρμος ο Χρυσοβαλάντης, που τη μια προκαλεί υστερικά γέλια και την άλλη βούρκωμα στους αναγνώστες, δεν ξέρει πού πατάει και πού βρίσκεται. Ένας ανερμάτιστος άνθρωπος, πανικόβλητος απ’ την κρίση που αχνοφαίνεται στην Ελλάδα, παραπαίει μεταξύ αγαθομάρας και θυμοσοφίας. («Μάρτυς μου ο Θεός»: Η επανέκδοση ενός σπουδαίου βιβλίου, athensvoice.gr, 15/02/2020 )
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βούρκωμα
|