αβανιάρης
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.vaˈɲa.ɾis/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αβανιάρης αρσενικό, αβανιάρα θηλυκό, αβανιάρικο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) συκοφάντης, κακολόγος
- αβανιάρης άνθρωπος
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αβανιά
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αβανιάρης
|