αβανιά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αβανιά | οι | αβανιές |
γενική | της | αβανιάς | των | αβανιών |
αιτιατική | την | αβανιά | τις | αβανιές |
κλητική | αβανιά | αβανιές | ||
όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αβανιά < μεσαιωνική ελληνική ἀβανία / ἀβανιά / 'βανία < τουρκική avan < αραβική خوان (ḵawwān: άπιστος, αναξιόπιστος, ύπουλος, προδότης) < ρίζα خ و ن (ḵ-w-n)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αβανιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο) (λογοτεχνικό) η συκοφαντία, η ρετσινιά, η δυσφήμηση, η κατηγορία, η διαβολή, η κακολογία
- ※ μου βγάλαν αβανιά ότι χαρτοπαίζω
- ※ γιατί μου βγάλαν αβανιά πως αγαπώ μια δούλα (δημοτικό),
- ※ Μαζώξου στὸ σπίτι σου, γριά, μὴ σοῦ κολλήσουν καμμιὰ ἀβανιά, τώρα στὰ γεροντάματα… καὶ ποῦν πὼς ἐβγῆκες τάχα σὲ κακὴ στράτα. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Για την περηφάνια)
- (λαϊκότροπο) η υλική ζημιά, η συμφορά, η βλάβη
- ※ έπαθα μεγάλη αβανιά
- (λαϊκότροπο) η δυσκολία, η στεναχώρια
- ※ περνάω μεγάλη αβανιά
Επεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
(1)
(2)
(3)