κακογλωσσιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κακογλωσσιά | οι | κακογλωσσιές |
γενική | της | κακογλωσσιάς | των | κακογλωσσιών |
αιτιατική | την | κακογλωσσιά | τις | κακογλωσσιές |
κλητική | κακογλωσσιά | κακογλωσσιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κακογλωσσιά θηλυκό
- η διάδοση κακών λόγων σε βάρος των συνανθρώπων
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κακογλωσσιά