Αλισαβώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αλισαβώ | ||
γενική | της | Αλισαβώς | ||
αιτιατική | την | Αλισαβώ | ||
κλητική | Αλισαβώ | |||
Κατηγορία όπως «Ρηνιώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αλισαβώ < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑλισαβώ θηλυκό
- (ιδιωματικό) γυναικείο όνομα, η Ελισάβετ
- ※ Η μάνα μου η Αλισαβώ | και η νενέ μου η Τζεβώ | είχαν συχνά μπελάδες | γιατί μας βγάζαν αβανιές | πως στου σπιτιού μας τις γωνιές | κρύβαμε κατσιρμάδες*
- Λαϊκό τραγούδι, όπως παρατίθεται στο Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'αβανιά'.
- ※ Η μάνα μου η Αλισαβώ | και η νενέ μου η Τζεβώ | είχαν συχνά μπελάδες | γιατί μας βγάζαν αβανιές | πως στου σπιτιού μας τις γωνιές | κρύβαμε κατσιρμάδες*
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Αλισαβώ
|