Δείτε επίσης: Λισαβώ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το Λισαβό
      γενική του Λισαβού
    αιτιατική το Λισαβό
     κλητική Λισαβό
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λισαβό < Αλισάβου ή Λισαβώ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λισαβό ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Βλ. Γεώργιος Α. Ρήγας, Σκιάθου λαϊκός πολιτισμός, τόμ. Γ΄ [παράρτημα π. Ελληνικά, αρ. 18] (Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, 1968), σ. 214.