Δείτε επίσης: Λισαβό

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Λισαβώ
      γενική της Λισαβώς
    αιτιατική τη Λισαβώ
     κλητική Λισαβώ
Κατηγορία όπως «Ρηνιώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λισαβώ < Αλισαβώ, με αποκοπή του αρχικού [a] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λισαβώ θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία