κυττάζω
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυττάζω < → λείπει η ετυμολογία και η εξήγηση της παλιότερης γραφής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ciˈta.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυτ‐τά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίακυττάζω
- (παρωχημένο) παλιότερη γραφή του κοιτάζω
- ※ Χλωμὴ Σελήνη, δὲν νυστάζεις; / δὲν λησμονεῖς ταὶς τόσαις ἔννοιαις; / Γιατὶ, Σελήνη, μὲ κυττάζεις / μὲ τῂς ματιαὶς τῂς ἀσημένιαις; (Ιωάννης Πολέμης, Προς την σελήνην, 1889)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κυττάζω | κύτταζα | θα κυττάζω | να κυττάζω | κυττάζοντας | |
β' ενικ. | κυττάζεις | κύτταζες | θα κυττάζεις | να κυττάζεις | κύτταζε | |
γ' ενικ. | κυττάζει | κύτταζε | θα κυττάζει | να κυττάζει | ||
α' πληθ. | κυττάζουμε | κυττάζαμε | θα κυττάζουμε | να κυττάζουμε | ||
β' πληθ. | κυττάζετε | κυττάζατε | θα κυττάζετε | να κυττάζετε | κυττάζετε | |
γ' πληθ. | κυττάζουν(ε) | κύτταζαν κυττάζαν(ε) |
θα κυττάζουν(ε) | να κυττάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κύτταξα | θα κυττάξω | να κυττάξω | κυττάξει | ||
β' ενικ. | κύτταξες | θα κυττάξεις | να κυττάξεις | κύτταξε | ||
γ' ενικ. | κύτταξε | θα κυττάξει | να κυττάξει | |||
α' πληθ. | κυττάξαμε | θα κυττάξουμε | να κυττάξουμε | |||
β' πληθ. | κυττάξατε | θα κυττάξετε | να κυττάξετε | κυττάξτε | ||
γ' πληθ. | κύτταξαν κυττάξαν(ε) |
θα κυττάξουν(ε) | να κυττάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κυττάξει | είχα κυττάξει | θα έχω κυττάξει | να έχω κυττάξει | ||
β' ενικ. | έχεις κυττάξει | είχες κυττάξει | θα έχεις κυττάξει | να έχεις κυττάξει | ||
γ' ενικ. | έχει κυττάξει | είχε κυττάξει | θα έχει κυττάξει | να έχει κυττάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε κυττάξει | είχαμε κυττάξει | θα έχουμε κυττάξει | να έχουμε κυττάξει | ||
β' πληθ. | έχετε κυττάξει | είχατε κυττάξει | θα έχετε κυττάξει | να έχετε κυττάξει | ||
γ' πληθ. | έχουν κυττάξει | είχαν κυττάξει | θα έχουν κυττάξει | να έχουν κυττάξει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κυττάζω
→ δείτε τη λέξη κοιτάζω |