↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Λισαβόνα οι Λισαβόνες
      γενική της Λισαβόνας των Λισαβόνων
    αιτιατική τη Λισαβόνα τις Λισαβόνες
     κλητική Λισαβόνα Λισαβόνες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Λισαβόνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική Lisbona < λατινική Olisipo

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Λισαβόνα θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία