↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγαρνίριστος η αγαρνίριστη το αγαρνίριστο
      γενική του αγαρνίριστου της αγαρνίριστης του αγαρνίριστου
    αιτιατική τον αγαρνίριστο την αγαρνίριστη το αγαρνίριστο
     κλητική αγαρνίριστε αγαρνίριστη αγαρνίριστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγαρνίριστοι οι αγαρνίριστες τα αγαρνίριστα
      γενική των αγαρνίριστων των αγαρνίριστων των αγαρνίριστων
    αιτιατική τους αγαρνίριστους τις αγαρνίριστες τα αγαρνίριστα
     κλητική αγαρνίριστοι αγαρνίριστες αγαρνίριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγαρνίριστος < α- στερητικό + γαρνίρω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

αγαρνίριστος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία