αβέβηλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αβέβηλος | η | αβέβηλη & αβέβηλος |
το | αβέβηλο |
γενική | του | αβέβηλου | της | αβέβηλης & αβεβήλου |
του | αβέβηλου |
αιτιατική | τον | αβέβηλο | την | αβέβηλη & αβέβηλο |
το | αβέβηλο |
κλητική | αβέβηλε | αβέβηλη & αβέβηλε |
αβέβηλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αβέβηλοι | οι | αβέβηλες & αβέβηλοι |
τα | αβέβηλα |
γενική | των | αβέβηλων | των | αβέβηλων & αβεβήλων |
των | αβέβηλων |
αιτιατική | τους | αβέβηλους | τις | αβέβηλες & αβεβήλους |
τα | αβέβηλα |
κλητική | αβέβηλοι | αβέβηλες & αβέβηλοι |
αβέβηλα | |||
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, συνηθίζονται σε ουσιαστικοποιημένα ή σε αρχαιοπρεπείς λέξεις.. | ||||||
Κατηγορία όπως «φυγόκεντρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αβέβηλος < αρχαία ελληνική ἀβέβηλος < ἀ- στερητικό + βέβηλος
Επίθετο
επεξεργασίααβέβηλος, -η/-ος, -ος
- που δεν έχει βεβηλωθεί, αβεβήλωτος, ο μη βεβηλωμένος, ο άγιος, ο απαραβίαστος, ο αγνός
- αβέβηλα χείλη, αβέβηλος χώρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αβέβηλος