αγγελτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγγελτικός < (ελληνιστική κοινή) ἀγγελτικός < αρχαία ελληνική ἀγγέλλω
Επίθετο επεξεργασία
αγγελτικός, -ή, -ό
Συγγενικά επεξεργασία
- απαγγελτικός
- εξαγγελτικός
- καταγγελτικός
- → δείτε τη λέξη αγγέλλω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγγελτικός
|