Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγγελτικός η αγγελτική το αγγελτικό
      γενική του αγγελτικού της αγγελτικής του αγγελτικού
    αιτιατική τον αγγελτικό την αγγελτική το αγγελτικό
     κλητική αγγελτικέ αγγελτική αγγελτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγγελτικοί οι αγγελτικές τα αγγελτικά
      γενική των αγγελτικών των αγγελτικών των αγγελτικών
    αιτιατική τους αγγελτικούς τις αγγελτικές τα αγγελτικά
     κλητική αγγελτικοί αγγελτικές αγγελτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγγελτικός < (ελληνιστική κοινήἀγγελτικός < αρχαία ελληνική ἀγγέλλω

  Επίθετο επεξεργασία

αγγελτικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία