Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξαγγελτικός η εξαγγελτική το εξαγγελτικό
      γενική του εξαγγελτικού της εξαγγελτικής του εξαγγελτικού
    αιτιατική τον εξαγγελτικό την εξαγγελτική το εξαγγελτικό
     κλητική εξαγγελτικέ εξαγγελτική εξαγγελτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξαγγελτικοί οι εξαγγελτικές τα εξαγγελτικά
      γενική των εξαγγελτικών των εξαγγελτικών των εξαγγελτικών
    αιτιατική τους εξαγγελτικούς τις εξαγγελτικές τα εξαγγελτικά
     κλητική εξαγγελτικοί εξαγγελτικές εξαγγελτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξαγγελτικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

εξαγγελτικός, -ή, -ό

  1. που είναι κατάλληλος για εξαγγελία
  2. που εξαγγέλλει, που γνωστοποιεί

  Μεταφράσεις επεξεργασία