καταγγελτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταγγελτικός < (ελληνιστική κοινή) καταγγελτικός < αρχαία ελληνική καταγγέλω < ἀγγέλλω
Επίθετο επεξεργασία
καταγγελτικός, -ή, -ό
- που καταγγέλλει
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις καταγγέλλω και αγγέλλω
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταγγελτικός
|