Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταγγελτικός η καταγγελτική το καταγγελτικό
      γενική του καταγγελτικού της καταγγελτικής του καταγγελτικού
    αιτιατική τον καταγγελτικό την καταγγελτική το καταγγελτικό
     κλητική καταγγελτικέ καταγγελτική καταγγελτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταγγελτικοί οι καταγγελτικές τα καταγγελτικά
      γενική των καταγγελτικών των καταγγελτικών των καταγγελτικών
    αιτιατική τους καταγγελτικούς τις καταγγελτικές τα καταγγελτικά
     κλητική καταγγελτικοί καταγγελτικές καταγγελτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταγγελτικός < (ελληνιστική κοινήκαταγγελτικός < αρχαία ελληνική καταγγέλω < ἀγγέλλω

  Επίθετο επεξεργασία

καταγγελτικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία