↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγαθοφανής η αγαθοφανής το αγαθοφανές
      γενική του αγαθοφανούς* της αγαθοφανούς του αγαθοφανούς
    αιτιατική τον αγαθοφανή την αγαθοφανή το αγαθοφανές
     κλητική αγαθοφανή(ς) αγαθοφανής αγαθοφανές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγαθοφανείς οι αγαθοφανείς τα αγαθοφανή
      γενική των αγαθοφανών των αγαθοφανών των αγαθοφανών
    αιτιατική τους αγαθοφανείς τις αγαθοφανείς τα αγαθοφανή
     κλητική αγαθοφανείς αγαθοφανείς αγαθοφανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγαθοφανής < αρχαία ελληνική ἀγαθοφανής, μορφολογικά αναλύεται αγαθ(ός) + -ο- + -φανής

  Επίθετο

επεξεργασία

αγαθοφανής, -ης, -ες

  • ο φαινομενικά, ή υποκριτικά αγαθός

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία