Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγαλβάνιστος η αγαλβάνιστη το αγαλβάνιστο
      γενική του αγαλβάνιστου της αγαλβάνιστης του αγαλβάνιστου
    αιτιατική τον αγαλβάνιστο την αγαλβάνιστη το αγαλβάνιστο
     κλητική αγαλβάνιστε αγαλβάνιστη αγαλβάνιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγαλβάνιστοι οι αγαλβάνιστες τα αγαλβάνιστα
      γενική των αγαλβάνιστων των αγαλβάνιστων των αγαλβάνιστων
    αιτιατική τους αγαλβάνιστους τις αγαλβάνιστες τα αγαλβάνιστα
     κλητική αγαλβάνιστοι αγαλβάνιστες αγαλβάνιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγαλβάνιστος < α- + γαλβανίζω + -τος < γαλλική galvaniser < Luigi Galvani (ανθρωπωνύμιο)

  Επίθετο επεξεργασία

αγαλβάνιστος -η -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία