γαλβανίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γαλβανίζω < από το όνομα φυσικού Galvani και γαλλική galvaniser
Ρήμα
επεξεργασίαγαλβανίζω
- (χημεία) γενικά επιμεταλλώνω, περνάω λεπτό στρώμα μετάλλου σε άλλο μέταλλο
- (ηλεκτρολογία): ηλεκτρίζω με γαλβανική στήλη
- (τεχνολογία): ουσιαστικά επιψευδαργυρώνω μεταλλική επιφάνεια ή αντικείμενο για προστασία από τη διάβρωση - σκουριά
- (μεταφορικά): ενθουσιάζω, εμψυχώνω, ηλεκτρίζω
- φοβερός δημαγωγός, ξέρει να γαλβανίζει τα πλήθη
Παράγωγα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γαλβανίζω