↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαλβανικός η γαλβανική το γαλβανικό
      γενική του γαλβανικού της γαλβανικής του γαλβανικού
    αιτιατική τον γαλβανικό τη γαλβανική το γαλβανικό
     κλητική γαλβανικέ γαλβανική γαλβανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαλβανικοί οι γαλβανικές τα γαλβανικά
      γενική των γαλβανικών των γαλβανικών των γαλβανικών
    αιτιατική τους γαλβανικούς τις γαλβανικές τα γαλβανικά
     κλητική γαλβανικοί γαλβανικές γαλβανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γαλβανικός < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική galvanique

  Επίθετο

επεξεργασία

γαλβανικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία