γαλβανιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγαλβανιστής αρσενικό [1]
- (τεχνολογία, επάγγελμα) ο τεχνίτης που προβαίνει σε γαλβάνισμα μεταλλικών αντικειμένων
Μεταφράσεις
επεξεργασία γαλβανιστής
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .