Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαλβάνιση οι γαλβανίσεις
      γενική της γαλβάνισης* των γαλβανίσεων
    αιτιατική τη γαλβάνιση τις γαλβανίσεις
     κλητική γαλβάνιση γαλβανίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, γαλβανίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαλβάνιση < γαλβανίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαλβάνιση θηλυκό

  1. ο γαλβανισμός, τα σχετικά με το συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα
  2. η επιμετάλλωση

  Μεταφράσεις επεξεργασία