αβομβάρδιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αβομβάρδιστος < α- στερητικό + βομβαρδίζω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Επίθετο επεξεργασία
αβομβάρδιστος
- που δεν έχει βομβαρδιστεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
αβομβάρδιστος
|