αγαθήμερος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγαθήμερος < αρχαία ελληνική ἀγαθήμερος
Επίθετο επεξεργασία
αγαθήμερος, -η, -ο
- αυτός που διάγει ή προσπαθεί να διάγει καλές ημέρες
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγαθήμερος
|