αβασάνιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αβασάνιστος < αρχαία ελληνική ἀβασάνιστος[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.vaˈsa.ni.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βα‐σά‐νι‐στος
Επίθετο
επεξεργασίααβασάνιστος -η -ο
- (μεταφορικά) που γίνεται χωρίς προσοχή ή πρόγραμμα
- (σπάνιο) που δεν έχει βασανιστεί
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ αβασάνιστος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)