Δείτε επίσης: ἀβασάνιστος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβασάνιστος η αβασάνιστη το αβασάνιστο
      γενική του αβασάνιστου της αβασάνιστης του αβασάνιστου
    αιτιατική τον αβασάνιστο την αβασάνιστη το αβασάνιστο
     κλητική αβασάνιστε αβασάνιστη αβασάνιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβασάνιστοι οι αβασάνιστες τα αβασάνιστα
      γενική των αβασάνιστων των αβασάνιστων των αβασάνιστων
    αιτιατική τους αβασάνιστους τις αβασάνιστες τα αβασάνιστα
     κλητική αβασάνιστοι αβασάνιστες αβασάνιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αβασάνιστος < αρχαία ελληνική ἀβασάνιστος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.vaˈsa.ni.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βα‐σά‐νι‐στος

  Επίθετο

επεξεργασία

αβασάνιστος -η -ο

  1. (μεταφορικά) που γίνεται χωρίς προσοχή ή πρόγραμμα
  2. (σπάνιο) που δεν έχει βασανιστεί

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αβασάνιστοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)