Δείτε επίσης: αβασάνιστος, ἀβασανίστως

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀβασάνιστος < ἀ- στερητικό + βασανιστ- + -τος → δείτε τη λέξη βασανίζω

  Επίθετο επεξεργασία

ἀβασάνιστος, -ος, -ον
  1. ο μη υφιστάμενος βασανισμό
  2. αυτός που δεν έχει εξετασθεί με κάποιο βάσανο
  3. (μεταφορικά) αυτός που έχει εξετασθεί με επιπολαιότητα, όχι σε βάθος

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη βασανίζω

  Πηγές επεξεργασία