ἀβασανίστως
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀβασανίστως < ἀβασάνιστ(ος) + -ως
Επίρρημα
επεξεργασίαἀβασανίστως (τροπικό επίρρημα)
- χωρίς βασανισμό, αβασάνιστα
Δείτε επίσης : ἀβασάνιστος, αβασάνιστος |
ἀβασανίστως (τροπικό επίρρημα)