Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αβασάνιστα < αβασάνιστ(ος) +

  Επίρρημα επεξεργασία

αβασάνιστα (τροπικό επίρρημα)

  1. χωρίς ταλαιπωρίες και βάσανα
  2. πρόχειρα, επιπόλαια, χωρίς επαρκή σκέψη και προετοιμασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αβασάνιστα