αταλαιπώρητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αταλαιπώρητος < (ελληνιστική κοινή) ἀταλαιπώρητος
Επίθετο
επεξεργασίααταλαιπώρητος
- που δεν υποβλήθηκε ση δοκιμασία του αυστηρού ελέγχου
- που δεν ταλαιπωρήθηκε
- οι δούλοι έκαναν τις δύσκολες δουλειές, οπότε ο άρχοντας έμεινε αταλαιπώρητος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αταλαιπώρητα
- → δείτε τη λέξη ταλαιπωρώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία αταλαιπώρητος
|